- λογίσασθαι
- λογίζομαιcountaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
λογίσασθ' — λογίσασθε , λογίζομαι count aor imperat mp 2nd pl λογίσασθαι , λογίζομαι count aor inf mp λογίσασθε , λογίζομαι count aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)